- ζωδιακός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στα ζώδια: Ζωδιακή ζώνη ή ζωδιακός κύκλος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ζῳδιακός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωδιακός — ή, ό (Α ζῳδιακός, ή, όν) [ζῴδιον] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ζώδια νεοελλ. αστρον. φρ. α) «ζωδιακός κύκλος» ουράνια ζώνη πλάτους 17° που διαιρείται σε δώδεκα ίσα μέρη, τα ζώδια, και εκτείνεται εκατέρωθεν τής εκλειπτικής, μέσα στην οποία… … Dictionary of Greek
ζωδιακός κύκλος — (Αστρον.). Ζώνη της ουράνιας σφαίρας, πλάτους 18° (9° από κάθε πλευρά της εκλειπτικής,) στην οποία περιλαμβάνονται οι δώδεκα ζωδιακοί αστερισμοί. Προς το κέντρο της ζώνης αυτής ο Ήλιος διαγράφει τη φαινομενική του κίνηση και μέσα σε αυτήν… … Dictionary of Greek
ζῳδιακά — ζῳδιακός of neut nom/voc/acc pl ζῳδιακά̱ , ζῳδιακός of fem nom/voc/acc dual ζῳδιακά̱ , ζῳδιακός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωιδιακόν — ζῳδιακός of masc acc sg ζῳδιακός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῳδιακῶν — ζῳδιακός of fem gen pl ζῳδιακός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῳδιακόν — ζῳδιακός of masc acc sg ζῳδιακός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωιδιακοῦ — ζῳδιακός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωιδιακός — ζῳδιακός of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῳδιακοῦ — ζῳδιακός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)